- Άντσιο
- (Anzio). Πόλη (36.500 κάτ. το 2002) της νοτιοκεντρικής Ιταλίας στο Λάτσιο, επαρχία της Ρώμης. Είναι αλιευτικό λιμάνι στο Τυρρηνικό πέλαγος και κέντρο παραθερισμού. Πρόκειται για το αρχαίο Άντιο (Antium), πατρίδα του Καλιγούλα. Χτίστηκε, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, από τον γιο του Οδυσσέα και της Κίρκης, Άντιο. Βρισκόταν κοντά σε βραχώδη ακτή, νότια και σε μικρή απόσταση από τη Ρώμη και χρησίμευε ως βάση των πειρατών του Τυρρηνικού πελάγους. Στην αρχή κυρίαρχοι της πόλης ήταν οι Ουόλσκοι, την κατέλαβαν όμως οι Ρωμαίοι (στα τέλη του 4ου αι. π.Χ.), μετά από νικηφόρα ναυμαχία εναντίον του στόλου της. Τα έμβολα από τα πλοία που αιχμαλώτισαν οι Ρωμαίοι χρησιμοποιήθηκαν για τη διακόσμηση του βήματος της ρωμαϊκής αγοράς και το μέρος όπου στήθηκαν ονομάστηκε Έμβολοι. Το Ά. ήταν τόπος παραθερισμού των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και αρχόντων, πολλοί από τους οποίους έχτισαν εκεί ανάκτορα και πολυτελείς επαύλεις, ενώ υπήρξε και γενέτειρα του Νέρωνα. Στην πόλη υπήρχαν επίσης ωραίοι ναοί και άλλα ιερά, με γνωστότερους τους ναούς του Ποσειδώνα, των Διόσκουρων, της Τύχης και του Ασκληπιού. Κυριότερα από τα ευρήματα που έφεραν στο φως οι ανασκαφές είναι ο Απόλλων του Μπελβεντέρε και η Κόρη του Αντίου, το άγαλμα μιας νέας γυναίκας το οποίο πιστεύεται ότι κατασκευάστηκε κατά το τέλος του 4ου αι. π.Χ.
Στα νεότερα χρόνια, το Ά. συνδέθηκε με την αποβίβαση 50.000 Αμερικανών στρατιωτών στις 22 Ιανουαρίου 1944, με σκοπό να αποκόψουν τα μετόπισθεν των Γερμανών, μεταξύ του Κασίνο και της Ρώμης. Μόνο ύστερα από τέσσερις μήνες, και μετά από πολύ σκληρές μάχες, τα στρατεύματα αυτά μπόρεσαν να ενωθούν με την 5η αμερικανική στρατιά που προέλαυνε κατά μήκος των ακτών.
Άποψη του Άντσιο, ιταλικής παράλιας πόλης όπου έγινε το 1944 απόβαση των Συμμάχων.
Dictionary of Greek. 2013.